αγκάλη

αγκάλη
η
1) охапка;

κρατώ στην αγκάλη — держать в охапке;

2) (чаще πλ. ) объятия;

εις τάς αγκάλας — в объятиях;

με ανοιχτές αγκάλες — с распростёртыми объятиями;

3) небольшой залив, маленькая бухта

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αγκάλη" в других словарях:

  • ἀγκάλη — bent arm fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀνακαλέω call up pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀνακαλέω call up imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκάλῃ — ἀγκάλη bent arm fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγκάλη — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 206 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νηλέως. * * * η (Α ἀγκάλη) 1. ο χώρος εν είδει κόλπου, που σχηματίζεται ανάμεσα στο στήθος τού ανθρώπου και στα χέρια του,… …   Dictionary of Greek

  • 'γκαλῆι — ἀγκαλῇ , ἀνακαλέω call up fut ind mid 2nd sg (attic) ἀγκαλῇ , ἀνακαλέω call up pres subj mp 2nd sg ἀγκαλῇ , ἀνακαλέω call up pres ind mp 2nd sg ἀγκαλῇ , ἀνακαλέω call up pres subj act 3rd sg ἐγκαλῇ , ἐγκαλέω call in pres subj mp 2nd sg ἐγκαλῇ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκάλαι — ἀγκάλη bent arm fem nom/voc pl ἀγκάλᾱͅ , ἀγκάλη bent arm fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκαλίδα — ἀγκάλη bent arm fem acc sg ἀγκαλίδᾱ , ἀγκαλίδη fem nom/voc/acc dual ἀγκαλίδᾱ , ἀγκαλίδη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκαλίδας — ἀγκάλη bent arm fem acc pl ἀγκαλίδᾱς , ἀγκαλίδη fem acc pl ἀγκαλίδᾱς , ἀγκαλίδη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκαλίδες — ἀγκάλη bent arm fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκαλίδεσσι — ἀγκάλη bent arm fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκαλίδεσσιν — ἀγκάλη bent arm fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκαλίδων — ἀγκάλη bent arm fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»